- δερματοπτέρων
- δερματόπτεροςwith wings of skinmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
λαβία — η ζωολ. γένος δερματόπτερων εντόμων τής οικογένειας φορφικουλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. labia, πληθ. τού labium < νεολατ. labium] … Dictionary of Greek
λαβίδουρος — ο ζωολ. γένος δερματόπτερων εντόμων τής οικογένειας φορφικουλίδες … Dictionary of Greek
γαλεοπίθηκος ή κυνοκέφαλος — Γένος ζώων της ομοταξίας των θηλαστικών και της τάξης των δερματοπτέρων. Ο Κάρολος Λιναίος το ταξινόμησε με τους προπιθήκους, νεότερες όμως κατατάξεις τοποθέτησαν το ζώο αυτό σε άλλες τάξεις, στις οποίες ανήκουν τα σαρκοφάγα, τα μαρσιποφόρα και… … Dictionary of Greek